ασφοδελός

ασφοδελός
Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με των ναρκίσσων και των διατσίντων, μεταξύ των οποίων φύεται ένα στέλεχος που τελειώνει στην κορυφή σε ένα σύνολο στάχεων με άνθη αρκετά εντυπωσιακά, κωδωνοειδή-αστεροειδή, λευκά με έξι πέταλα. Άλλα είδη πολύ γνωστά είναι ο α. ο λευκός, με ένα μόνο τσαμπί από άνθη, και ο α. ο μικρόκαρπος· είναι φυτά αυτοφυή στην Ελλάδα και συχνά καλλιεργούνται στους κήπους ως καλλωπιστικά. Οι κονδυλώδεις ρίζες των α. χρησιμοποιήθηκαν, στις περιόδους σιτοδείας, ως τροφή· μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης για την παρασκευή αλκοόλ. Μερικά φυτά του γένους ασφόδελος ο κλαδώδης καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά.
* * *
ἀσφοδελός, ο (Α)
1. ο γεμάτος ασφοδέλους («ἀσφοδελὸς λειμών» — ο τόπος όπου ησυχάζουν οι σκιές των ομηρικών ηρώων στον άλλο κόσμο)
2. ανθισμένο λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ασφοδελός, ως επίθ. του ουσ. ασφόδελος*, με διαφορά στη θέση του τόνου κατ' αντιδιαστολή προς το ουσιαστικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφοδελός — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφόδελος — asphodel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφόδελος — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… …   Dictionary of Greek

  • ασφόδελος — ο και ασφοδίλι, το φυτό που ανήκει στα λειρώδη, σπερδούκλι, το, ή σπέρδουκλας, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσφοδελόν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc sg ἀσφόδελος asphodel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελοί — ἀσφόδελος asphodel masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελοῦ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελούς — ἀσφόδελος asphodel masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελῶν — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφοδελῷ — ἀσφόδελος asphodel masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”